καλάμιον — splint neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίοις — καλάμιον splint neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίου — καλάμιον splint neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαμίων — καλάμιον splint neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάμια — καλάμιον splint neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
καλάμη — καλάμη, ἡ (Α) 1. το στέλεχος τού σταχιού τών σιτηρών, κυρίως τού σταριού 2. ό,τι απομένει από τα στάχια στο έδαφος μετά τον θερισμό, η καλαμιά, το άχυρο 3. μτφ. λείψανο, νεκρός, πτώμα 4. κάλαμος, καλάμι 5. (μτφ., για γέροντα) ό,τι απόμεινε από τη … Dictionary of Greek
καλαμηφορώ — καλαμηφορῶ, έω (AM) [καλαμηφόρος] κρατώ καλάμιον ως σύμβολο για να πάρω με αυτό σιτηρέσιο … Dictionary of Greek
ИМБРОССКАЯ И ТЕНЕДОСККАЯ МИТРОПОЛИЯ — [греч. ῾Ιερὰ Μητρόπολις ῎Ιμβρου κα Τενέδου], епархия К польской Православной Церкви, образована в нач. XX в. из греч. общин на о вах Имброс (ныне Гёкчеада, Турция) и Тенедос (ныне Бозджаада, Турция) в сев. вост. части Эгейского м. Расположенные в … Православная энциклопедия